πωλητήρ

English (LSJ)

πωλητῆρος, ὁ, = πωλητής, Ph.1.161; τοὶ π. τᾶν δεκατᾶν SIG241.195 (Delph., iv. B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

πωλητήρ: ῆρος, ὁ, = πωλητής, Φίλων 1. 161.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
ο πωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κοσμητήρ)].