πόλο

Greek Monolingual

το, Ν
1. είδος παιχνιδιού που παίζεται ανάμεσα σε δύο ομάδες από έφιππους παίκτες με μακριές εύκαμπτες ξύλινες ράβδους, οι οποίοι προσπαθούν να στείλουν μια ξύλινη μπάλα μέσα στην εστία της αντίπαλης ομάδας
2. φρ. «γουότερ πόλο» — η υδατοσφαίριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. polo].