πῖον

English (LSJ)

(sc. γάλα), τό, fat, rich milk, Nic.Al.77.

German (Pape)

[Seite 617] τό, Fett, Fettigkeit, fette Milch, Nic. Al. 77. Eigtl. neutr. von πίων.

French (Bailly abrégé)

neutre de πίων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῖον n. van πίων.

Russian (Dvoretsky)

πῖον: n к πίων.

Greek (Liddell-Scott)

πῖον: (ἐξυπ. γάλα), τό, παχύ, πηκτὸν γάλα, Νικ. Ἀλεξιφ. 77.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(ενν. γάλα) το πάχος, το λίπος του γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πίων].