πῶυ

English (LSJ)

εος, τό, pl. πώεα, τά, Ep. Noun, flock, in Hom. of sheep, in phrases, οἰῶν μέγα πῶυ Il.3.198, cf. 11.696,al.; οἰῶν πώεα Od.11.402; opp. βοῶν ἀγέλαι, 12.129, cf. Il.11.678, al.; πώεσι μήλων Od.4.413, etc.; πώεα abs., Hes.Op.516; apptly. of goats, Opp.H.2.500; later πώεα παίδων Nonn. D. 3.302; ἁλίτροφα π. λίμνης, of fish, ib.41.33, cf. Opp.H.1.66, 2.547.

Greek (Liddell-Scott)

πῶυ: -εος, τό, πληθ. πώεα, τά, (ἴδε ποιμήν)· - Ἐπικ. ὄνομα, ποίμνιον, συχν. παρ’ Ὁμ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· ἀείποτε ἐπὶ προβάτων καὶ ἐν ταῖς φράσεσιν ὀΐων μέγα πῶυ Ἰλ. Γ. 198, κτλ.· οἰῶν πώεα Ὀδ. Λ. 402 (ἐν Μ. 129, ἀντίκειται τῷ βοῶν ἀγέλαι, ὡς καὶ τῷ συῶν συβόσια, αἰγῶν αἰπόλια)· πώεσι μήλων Δ. 413, κτλ.· καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. καὶ Ἡμ. 514, πώεα ἀπολ. ἐπὶ ποιμνίων προβάτων. Μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 21, 26, ὡς ἓν τῶν πέντε ὀνομάτων τῶν ληγόντων εἰς υ.

English (Autenrieth)

εος, pl. dat. πώεσι: flock, ὀίων, μήλων.

Frisk Etymological English

See also: s. ποιμήν.

Middle Liddell

πῶυ, ος, εος, πλ. πώεα, ων, τά, [v. ποιμήν
a flock, of sheep, opp. to ἀγέλη (a herd of oxen), Hom., Hes.

Frisk Etymology German

πῶυ: {pō̃u}
See also: s. ποιμήν.
Page 2,635