ρέγγα

Greek Monolingual

και ρέγκα, η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του μεγάλης οικονομικής σημασίας ψαριού Chupea harengus
2. μτφ. πολύ αδύνατη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. renga].