και ρέγκα, η, Ν1. ζωολ. κοινή ονομασία του μεγάλης οικονομικής σημασίας ψαριού Chupea harengus2. μτφ. πολύ αδύνατη γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. renga].