ραβάνι
Greek Monolingual
και ρεβάνι και ραχβάνι, το, Ν
άκλ. γρήγορος βηματισμός αλόγων κατά τον οποίο το υποζύγιο σηκώνει ταυτόχρονα με το μπροστινό και το αντίστοιχο πισινό πόδι του την ίδια ακριβώς στιγμή που ακουμπά στη γη τα άλλα δύο πόδια του, αλλ. πλαγιοτροχασμός.