ραγοειδής
Greek Monolingual
-ές / ῥαγοειδής, -ές, ΝΑ [[ῥάξ, ῥαγός]]
αυτός που μοιάζει με ράγα, ο όμοιος με ρώγα («ραγοειδής υμένας» — ο μεσαίος υμένας του οφθαλμού)
νεοελλ.
φρ. «ραγοειδής χιτώνας»
ανατ. σύνολο οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την ίριδα, το ακτινωτό σώμα και τον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού, αλλ. αγγειώδης χιτώνας.