ίριδα
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἶρις, -ιδος)
1. μετεωρολογικό φαινόμενο το οποίο συνίσταται στην εμφάνιση στον ουρανό μιας σειράς έγχρωμων, ομόκεντρων φωτεινών τόξων και προκαλείται από τη διάθλαση και την ολική ανάκλαση τών ηλιακών ακτίνων, αλλ. ουράνιο τόξο
2. διάτρητος στο κέντρο του δίσκος μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού και του κρυσταλλοειδούς φακού
νεοελλ.
1. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ιριδώδη, οικογένεια ιριδίδες
2. φρ. «τα χρώματα της ίριδας» — τα επτά κύρια χρώματα στα οποία αναλύεται το ηλιακό φως
(μσν.-αρχ·)
1. γένος φυτού, με σπουδαιότερο είδος την ίριδα την πορφυρά
2. επίσης η λευκή ίρις —ή «ἶρις ἰλλυρική»— που η αρωματική ρίζα της ήταν περιζήτητη εμπορικά
σ' αυτήν τη σημασία ο Ευστάθ. έχει τον τ. ιρίς
αρχ.
1. ως κύριο όν. Ἴρις
όνομα της αγγελιαφόρου τών θεών μεταξύ τους, καθώς και μεταξύ θεών και ανθρώπων («Ἶριν δ' ὤτρυνε χρυσόπτερον ἀγγελέουσαν», Ομ. Ιλ.)
2. κάθε ποικιλόχρωμος κύκλος που περιβάλλει άλλα σώματα, όπως π.χ. τη Σελήνη, τη φλόγα λαμπάδας κ.λπ.
3. το σύνολο τών χρωματισμών που έχει γύρω από τους οφθαλμούς (τις σκούρες βούλλες της) η ουρά του παγωνιού («ἐπὶ τῶν κύκλων, οὓς ἐπ' ἄκροις ἔχει τοῖς πτεροῖς, ἴριδός τινος ἕκαστον περιθεούσης», Λουκιαν.)
4. ένας πολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τόσο για το προσηγορικό ἶρις όσο και για το όνομα της θεάς, με το οποίο ταυτίζεται, έχει υποτεθεί η ύπαρξη αρχικού F-, πράγμα που πιστοποιείται από το ομηρικό μέτρο και από μια αιτωλική επιγραφή. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. ανάγεται σε ΙE wi- «σκύβω, λυγίζω» (πρβλ. ἰτέα, ἴτυς), το δε επίθημα -r- απαντά στα αγγλοσαξ. wir «σύρμα», αρχ. νορβ. virr «ελικοειδής γραμμή». Τέλος, η υποτεθείσα σύνδεση με το (F)ίεμαι δεν έχει ισχυρή βάση. Η λ. ως όρος της βοτ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. iris.
ΠΑΡ. ιρίτιδα (-ίτις)
αρχ.
ιρίζω, ίρινος
νεοελλ.
ιριδίζω, ιριδικός, ιριδωτός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ιριδοειδής, ιριδόχρους].