ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ ῥαντίζωτο ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῦ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔβ «αἵματι ῥαντισμοῦ κρεῖττον λαλοῦν τι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)νεοελλ.ο ψεκασμός.