ραχούλα

Greek Monolingual

η, Ν
μικρή ράχη, χαμηλό ύψωμα, βουναλάκι («έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράχη + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα, ψυχούλα)].