γατούλα

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

και γατσούλα και κατσούλα, η
1. μικρή ή μικρόσωμη γάτα
2. χαδιάρα γυναίκα.