ρημάδι
Greek Monolingual
το, Ν
1. κτήριο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, χάλασμα, ερείπιο
2. (γενικά) α) καθετί το κατεστραμμένο ή εγκαταλελειμμένο ως ανάξιο λόγου («τα ρημάδια της ζωής»)
β) καθετί το άχρηστο ή ενοχλητικό («τί το θέλεις το ρημάδι;»)
3. στον πληθ. τα ρημάδια
σύνολο παλιών και σχεδόν κατεστραμμένων επίπλων και σκευών
4. φρ. «πήγαινε στα ρημάδια»
(ως κατάρα) εξαφανίσου, πήγαινε στον διάβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ἐρημάδιν].