ριγομάχης

Greek Monolingual

και ῥιγόμαχος, ὁ, Α
αυτός που μάχεται κατά του ψύχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + -μάχης / -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. τειχομάχης, δορίμαχος].