δορίμαχος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
δορίμαχον, fighting with the spear, ἀρετά Tim.Fr. 14; Ion. δουρίμᾰχος Orac. ap. Sch.Il.2.543.
Spanish (DGE)
(δορίμᾰχος) -ον
• Alolema(s): δουρί- Orác. en Sch.Er.Il.2.543
• Prosodia: [-ῐ-]
que lucha con la lanza ἀρετά Tim.13, ἄνδρες Orác.l.c.
German (Pape)
[Seite 658] speerkämpfend; s. δορυμ. u. δουρίμαχος..
Greek (Liddell-Scott)
δορίμαχος: [ᾰ], -ον, διὰ τοῦ δόρατος μαχόμενος, Τιμόθ. 6 (παρὰ Πλουτ., ἔνθα δορύμ-)· Ἰων. δουρίμαχος, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Β. 543.