ο, θηλ. ριζίτισσα, Ν(ιδίως στην Κρήτη) αυτός που κατοικεί στα ριζά τών βουνών, στα ριζοβούνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα / ριζά (τα) + επίθημα -ίτης].