ριζιμιός

Greek Monolingual

-ά, -ό, Ν
1. αυτός που είναι στερεωμένος ακλόνητα με βαθιές ρίζες στη γη και προεξέχει στην επιφάνεια της («να βρω κλωνάρι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι», δημ. τραγούδι)
2. (κατ' επέκτ.) ακλόνητος, ατράνταχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ῥιζιμίος < ῥιζιμαῖος].