ριζοβούνι

Greek Monolingual

και ριζόβουνο, το, και ριζοβουνιά, η, Ν
τα ριζά, οι πρόποδες ενός βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + βουνό (πρβλ. κορφοβούνι)].