ριζογένεση

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. ο σχηματισμός και η εμφάνιση νέων, πλευρικών, ριζών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizogenesis (< ρίζα + γένεση)].