Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ριζοφάγος
Greek Monolingual
ο / ῥιζοφάγος, -ον, ΝΜΑ αυτός που τρώει ρίζες νεοελλ. 1.το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος ζωολ.γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων