ῥιζοφάγος

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοφᾰ́γος Medium diacritics: ῥιζοφάγος Low diacritics: ριζοφάγος Capitals: ΡΙΖΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: rhizophágos Transliteration B: rhizophagos Transliteration C: rizofagos Beta Code: r(izofa/gos

English (LSJ)

(parox.), ον, eating roots, Arist.HA595a16, PA662b14; οἱ Ῥιζοφάγοι Root-eaters, name of an Ethiopian tribe in D.S.3.23, Str.16.4.9.

German (Pape)

[Seite 843] Wurzeln essend; Arist. H. A. 8, 6 part. an. 3, 1; D. Sic. 3, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de racines.
Étymologie: ῥίζα, φαγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ῥιζοφάγος: (ᾰ) корнеядный, объедающий корни (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ῥίζας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 2, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 17· οἱ Ῥιζοφάγοι, ὄνομα Αἰθιοπικῆς τινος φυλῆς παρὰ Διόδ. 3. 23.

Greek Monolingual

ο / ῥιζοφάγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρώει ρίζες
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων

Greek Monotonic

ῥιζοφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει ρίζες, σε Αριστ.

Middle Liddell

ῥιζο-φᾰ́γος, ον, φαγεῖν
eating roots, Arist.