ρινότμητος
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥινότμητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υποστεί ρινοτομία, που του έχουν κόψει τη μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + -τμητος (< τμητός < τέμνω), πρβλ. λαιμό-τμητος, χειρότμητος.
-η, -ο / ῥινότμητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υποστεί ρινοτομία, που του έχουν κόψει τη μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + -τμητος (< τμητός < τέμνω), πρβλ. λαιμό-τμητος, χειρότμητος.