χειρότμητος

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρότμητος Medium diacritics: χειρότμητος Low diacritics: χειρότμητος Capitals: ΧΕΙΡΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: cheirótmētos Transliteration B: cheirotmētos Transliteration C: cheirotmitos Beta Code: xeiro/tmhtos

English (LSJ)

ον, cut by hand, πόντος Ph. 1.674 (sed leg. χειρόκμητος); v.l. in Str. 1.3.18.

German (Pape)

[Seite 1347] mit der Hand geschnitten, ausgeschnitten, Strab. 1, 3,18.

Greek (Liddell-Scott)

χειρότμητος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς τετμημένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ χειρόκμητος, Στράβ. 59, 116.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
κομμένος με το χέρι («χειρότμητοι διακοπαί», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -τμητος (< τμητός < τέμνω), πρβλ. λαιμότμητος].