ριπιδόγλωσσα

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ.
τάξη πισωβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων, τών οποίων τα δόντια έχουν σχήμα βεντάλιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντυδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhipidoglossa (< ῥιπίς, -ίδος + γλώσσα)].