ροδοψίνη

Greek Monolingual

η, Ν
(βιοχ.-φυσιολ.) χρωμοπρωτεΐνη, δηλαδή πρωτεΐνη συνδεδεμένη με χρωστική, η οποία περιέχεται στα φωτοευαίσθητα ραβδία του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του οφθαλμού και της οποίας η λειτουργία συνίσταται στην προσαρμογή του ματιού στο αμυδρό φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhodopsin (< ῥόδον + όψις + κατάλ. -ίνη)].