Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ροδόξυλο
Greek Monolingual
το, Ν βοτ.κοινήονομασία ξυλείας που λαμβάνεται από διάφορα τροπικά δέντρα της Βραζιλίας, της Ονδούρας, της Τζαμάικας, της Αφρικής και της Ινδίας και, κατ' επέκταση, κοινήονομασία τών δέντρων από τα οποία λαμβάνεται η ξυλεία αυτή.