ροδόχειρ

Greek Monolingual

-ος, ο, η, Α
ο ροδόπηχυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -χειρ (< χειρ, χειρός), πρβλ. ανθρωπόχειρ, μαλακόχειρ].