ρυάκι

Greek Monolingual

το / ῥυάκιον, ΝΜΑ, και ρυάκιν, Μ ῥύαξ, -ακος]
μικρό ρεύμα νερού, ρεματάκι, ποταμάκι (α. «κι ένα κελάρυσμα ρυακιού... του χάιδεψε την ακοή» β. «ἀπέλθατε στὸ πάμμορφον ῥυάκιν νὰ ἰδῆτε», Διγ. Ακρ.).