κελάρυσμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, = κελάρυξις (rushing sound), Opp. C. 4.325.
German (Pape)
[Seite 1414] τό, dasselbe, vom Wasser, Opp. Cyn. 4, 325.
Greek Monolingual
το (Α κελάρυσμα) κελαρύζω
1. ο ήχος τον οποίο κάνει το νερό που αναβλύζει ή τρέχει, μουρμουρητό, γαργάρισμα
2. κάθε ήχος παρόμοιος με τον ήχο του νερού που αναβλύζει ή τρέχει.