κελάρυσμα

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰρυσμα Medium diacritics: κελάρυσμα Low diacritics: κελάρυσμα Capitals: ΚΕΛΑΡΥΣΜΑ
Transliteration A: kelárysma Transliteration B: kelarysma Transliteration C: kelarysma Beta Code: kela/rusma

English (LSJ)

-ατος, τό, = κελάρυξις (rushing sound), Opp. C. 4.325.

German (Pape)

[Seite 1414] τό, dasselbe, vom Wasser, Opp. Cyn. 4, 325.

Greek Monolingual

το (Α κελάρυσμα) κελαρύζω
1. ο ήχος τον οποίο κάνει το νερό που αναβλύζει ή τρέχει, μουρμουρητό, γαργάρισμα
2. κάθε ήχος παρόμοιος με τον ήχο του νερού που αναβλύζει ή τρέχει.