ρυσοχίτων
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(για φυτό) αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. χρυσοχίτων].
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(για φυτό) αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. χρυσοχίτων].