το / ῥόφημα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥύφημα Α [[ῥοφῶ / ῥυφῶ]]νεοελλ.ζεστό κυρίως πρωινό, αφέψημα, τσάιμσν.ρουφηξιά, γουλιά κρασιούμσν.-αρχ.ρευστή, πυκνόρρευστη ή πολτώδης τροφή, σε αντιδιαστολή προς τη στερεά ή την υγρή·