ρουφηξιά
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ρουφηγματιά
2. η ποσότητα του καπνού που εισπνέει ο καπνιστής με μία ρουφηγματιά του τσιγάρου
3. φρ. «με μια ρουφηξιά» — μονορούφι, διαμιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ρουφηξ- του αορ. ρούφηξα του ρουφώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. αλλαξιά)]·