ρουφηξιά

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ρουφηγματιά
2. η ποσότητα του καπνού που εισπνέει ο καπνιστής με μία ρουφηγματιά του τσιγάρου
3. φρ. «με μια ρουφηξιά» — μονορούφι, διαμιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ρουφηξ- του αορ. ρούφηξα του ρουφώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. αλλαξιά)]·