τσάι

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κοινή ονομασία του φυτού τεϊόδενδρο
2. αφέψημα, ρόφημα που παρασκευάζεται με εμβάπτιση νεαρών φύλλων και φυλλοφόρων οφθαλμών του παραπάνω φυτού σε βραστό νερό
3. (κατ' επέκτ.) απογευματινή συνάντηση κατά την οποία προσφέρονται στους προσκεκλημένους το ρόφημα αυτό και γλυκίσματα
4. φρ. α) «μαύρο τσάι» ή «ζυμωμένο τσάι»
(τροφ. τεχνολ.) τσάι που παρασκευάζεται από φύλλα τεϊοδένδρου τα οποία έχουν υποστεί ζύμωση για την εμφάνιση του χαρακτηριστικού αρώματός τους
β) «πράσινο τσάι» ή «αζύμωτο τσάι»
(τροφ. τεχνολ.) τσάι που παρασκευάζεται από φύλλα του τεϊοδένδρου τα οποία δεν έχουν υποστεί ζύμωση και διατηρούν το φυσικό πράσινο χρώμα τους. γ) «τσάι κολόνγκ» ή «μερικώς ζυμωμένο τσάι»
(τροφ. τεχνολ.) τσάι που παρασκευάζεται από φύλλα τεϊοδένδρου τα οποία υφίστανται ζύμωση για μικρότερο χρονικό διάστημα από ό,τι τα φύλλα του μαύρου τσαγιού
δ) «στιγμιαίο τσάι»
(τροφ. τεχνολ.) εμπορικό προϊόν που αποτελείται από ευδιάλυτο στο νερό εκχύλισμα τσαγιού και παρασκευάζεται με αφυδάτωση αφεψήματός του
ε) «τσάι του βουνού»
(τροφ. τεχνολ.) ελληνικό αφέψημα που παρασκευάζεται από τα άνθη διαφόρων αρωματικών φυτών του γένους σιδερίτις
στ) «τσάι Τραπεζούντας»
(τροφ. τεχνολ.) αφέψημα που παρασκευάζεται από τα φύλλα του θάμνου Vaccinium arctostaphylos του γένους βακκίνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. tsăi < κινεζ. ch'a2 (πρβλ. και λ. τέιο). Η λ., στη γεν. τσαγιού, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].