ρύζι
Greek Monolingual
το, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία του ετήσιου αγρωστώδους φυτού Oryza sativa, του γένους όρυζα, καθώς και του εδώδιμου αμυλούχου καρπού του, που αποτελεί τη βασική τροφή του μισού πληθυσμού της Γης
2. έδεσμα από βρασμένο ρύζι («ρύζι με σάλτσα»)
3. φρ. «βράσε ρύζι» — η αποτυχία είναι πλήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀρύζι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. ὄρυζα (με σίγηση του αρκτικού άτονου ο-)].