Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σάκι
Greek Monolingual
το, Ν ζωολ.κοινήονομασία μακρόουρων δενδρόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής που ανήκουν στα γένη πιθηκία και χειροπόδες. [ΕΤΥΜΟΛ.< γαλλ. saki<sagui, λ. της γλώσσας Τούπι].