σάκτρα

English (LSJ)

ἡ, = φορμός, Phot.

German (Pape)

[Seite 859] ἡ, = φορμός; Poll. 1, 245; Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σάκτρα: ἡ, (σάττω) = φορμός, «ζεμπίλι», Φώτ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Φώτ.) «φορμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + επίθημα -τρα (πρβλ. πλέκτρα)].