σάλιαγκας
Greek Monolingual
και σάλιακας και σάλιαγκος, ο, Ν
1. το σαλιγκάρι
2. είδος φυτού
3. παροιμ. «σάλιαγκα σπίτι καίγεται κι εκείνος τραγουδάει» — λέγεται για εκείνους που αδυνατούν να αντιληφθούν το μέγεθος της συμφοράς που έχουν πάθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από το επίθ. σιαλικός (< σίαλον «σάλιο»)].