σάρι

English (LSJ)

τό, pl. σάρια, an Egyptian water-plant, Cyperus auricomus, Thphr. HP 4.8.5: called saripha in Plin.HN13.128.

German (Pape)

[Seite 862] τό, plur. σάρια, eine ägyptische Wasserpflanze; Theophr.; Plin. H. N. 13, 23; bei Hesych. σάριν, σάρον.

Greek (Liddell-Scott)

σάρι: τό, πληθ. σάρια, Αἰγυπτιακόν τι παρυδάτιον φυτόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 5, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος φυτού στην Αίγυπτο που αναπτυσσόταν σε υγρούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σίσαρον].

Frisk Etymological English

See also: s. σίσαρον.

Frisk Etymology German

σάρι: {sári}
See also: s. σίσαρον.
Page 2,678