και σίριαλ, το, Νάκλ. τηλεοπτικό έργο με πολλά επεισόδια, σε συνέχειες ή αυτοτελή, σειρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serial < series (< λατ. series «σειρά, ειρμός, συνέχεια» < sero «ενώνω, συμπλέκω»].