συμπλέκω
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
2 aor. Pass. συνεπλάκην [ᾰ] and συνεπλέκην (v. infr. 11.1 and 2):—
A twine or plait together, συνδεῖν καὶ συμπλέκειν Pl.Plt. 309b; στέφανον Plu.Eum.6; σὺν δ' ἀναμὶξ πλέξας ἶριν having twined the iris therewith, AP4.1.9 (Mel.); ἄτριον κερκίδι Theoc.18.34; τὼ χεῖρε ἐς τοὐπίσω ξυμπλέκοντες joining their hands behind them, Th.4.4; σ. τινὶ τὰς χεῖρας join hands, become intimate with one, Plb.2.45.2, cf. 47.6; so σ. σπέρμα καὶ γάμους τέκνων E.Fr.326.5: abs., πλάταισιν ἐσχάταισι σ. perhaps binding the whole together, Id.IA292 (lyr.):—Pass., to be twined together, be plaited, ἐκ τῶν θαλλῶν Din.1.18; ἡ ψυχὴ διὰ τὸ συμπεπλέχθαι πρὸς τὸ σῶμα Arist.de An.406b28, cf. Placit.1.7.31; πρὸς ἄλληλα Pl. Ti.80c; λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένοι E.Cyc.225; ὅταν συμπλᾰκῇ [τὰ στελέχη] when they are twisted together, Thphr. CP 5.5.4; ἴχνη συμπεπλεγμένα tracks entangled, crossing in different directions, opp. ὀρθά, X.Cyn.5.6.
2 combine notions logically under one term, σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὶ ἀριθμόν Arist.de An.409b11, cf.EN1119b30; join words so as to form a proposition, σ. τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Pl. Sph.262d, cf. Tht.202b:—Pass., ἔκ τινος Id.R.533c; of words, opp. ἁπλῶς λέγεσθαι (to be used singly), Arist.Ph.195b15, cf. Metaph. 1014a13; κατηγορίαι συμπεπλεγμέναι complex, opp. ἁπλαῖ, Id.APr. 49a8, cf. Int.16a23, PA643b30; περὶ τοῦ συμπεπλεγμένου on the compound sentence, title of work by Chrysippus, Stoic.2.68.
3 more generally, εὖ τοῖς ὀνόμασι σ. τοὺς νόμους mix up or interweave the laws with rhetorical ornament, D.58.41; σ. τὰς πίστεις τῶν ἀσθενῶν τοῖς προτεινομένοις combines the proof of the weak points with... D.H.Rh.8.5; cf. συμπλοκή; σ. πράξεις connect, involve them in mutual relations, Plb.5.105.4, D.S.16.42; (συμπτώματα) Gal.18(2).157; but σ. ἀλλήλαις τὰς πράξεις mix them up, confuse them in a narrative, Plb.5.31.4, cf. Vett.Val.352.27; ἑτερογενῆ σημεῖα συμπλέκων Gal.16.747.
4 mix ingredients, Sor.1.77, Gal.12.647:—Pass., Arist. Ph.189b5, Philum. ap. Orib.45.29.59.
II Pass., of persons wrestling, to be intertwined, be locked together (cf. σύμπλεγμα), συμπλεκέντος Γωβρύεω τῷ Μάγῳ Hdt.3.78, cf. Gal.15.124: generally of combatants, to be engaged in close fight, συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι D.9.51, cf. Plb.1.28.2, Luc.Symp.44; σ. τοῖς πολεμίοις Plb.3.69.13; πρὸς τὴν οὐραγίαν Id.4.11.7; of a ship, to be entangled with her opponent, Hdt.8.84, Plb.1.23.6: metaph., to be at grips with, συμπλακέντα τῇ Σκυθῶν ἐρημίᾳ (i.e. Euathlus) Ar.Ach.704; συμπεπλέγμεθα ξένῳ we are entangled or engaged with him, E.Ba.800, cf. Aeschin.2.153; περὶ τὸ βῆμα τῷ Περικλεῖ Plu.Per.11; of war, ἐπειδὰν ὅμορος πόλεμος συμπλακῇ D.2.21; of disputes, etc., to be involved in, λοιδορίαις σ. Pl.Lg.935c; ταῖς μάχαις, τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν, Phld.Mus.p.27K., Rh.1.11S., cf. BGU1011 iii 7(iii B.C.); σ. τοῖς Στωικοῖς Luc.Symp.30; σ. καὶ μεμψιμοιρεῖν Plb.18.8.3.
2 of sexual intercourse, Θέτιδι συμπλακείς S.Fr.618; συμπλέκεσθαι ἀλλήλοις to be locked together, Pl.Smp. 191a, cf. e; in Arist. of animals, HA541b3, 542a16.
3 Astrol., enter into combination, τῇ Σελήνῃ ὁ τοῦ Διὸς σ. Vett.Val.120.2.
German (Pape)
[Seite 988] zusammenflechten, verbinden; καὶ ξυνδεῖν, Plat. Polit. 309 b; ξυμπλέκοντες τὼ χεῖρε ἐς τοὐπίσω, Thuc. 4, 4; von der Ehe, Θέτιδι συμπλακείς, Soph. frg. 548; zusammenkommen, ἀπόρῳ γε τῷδε συμπεπλέγμεθα ξένῳ, Eur. Bacch. 799; von der Begattung, Ael. H. A. 8, 1. 9, 13 und sonst; συμπλακέντα τῇ Σκυθῶν ἐρημίᾳ, Ar. Ach. 669; übertr., τοὔνομα, Plat. Soph. 268 c; τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι, 262 d; συμπλακεὶς λόγος, Theaet. 202 b; συμπλεχθεῖσιν, Tim. 80 c. – Pass. = sich umschlingen, ἀλλήλοις, Plat. Conv. 191 a; bes. zum Kampfe, wie die Ringer, συμπλακῆναί τινι, mit Einem kämpfen, Her. 3, 78; συμπλακείσης τῆς νηός, 8, 84; Pol. 3, 69, 13; u. Sp., wie Plut. συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι, Them. 8; πᾶσι συνεπλάκη, Polem. 2, 8; auch vom Wortstreite, Plat. Legg. XI, 935 c; συνεπλάκησαν ἀλλήλαις αἱ πράξεις, sie wurden verwickelt, Pol. 4, 27, 2, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Pass. συνεπλάκην;
I. tr. enlacer :
1 lier ensemble : σ. τὼ χεῖρε THC lier les deux mains ensemble ; fig. lier les idées les une aux autres;
2 en venir aux mains, s'attaquer à, τινι;
II. intr. se lier, s'unir.
Étymologie: σύν, πλέκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πλέκω, Att. ξυμπλέκω. samenvlechten, in elkaar vlechten, vervlechten:; τὼ χεῖρε ἐς τοὐπίσω ξυμπλέκοντες met de handen in elkaar op hun rug Thuc. 4.4.2; met dat., met πρός + acc. met iets; pass. met acc. resp..; ἄρνας... στρεπταῖς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους lammeren, met hun lichamen aan elkaar gebonden met gevlochten twijgen Eur. Cycl. 225; overdr. pass..; ἐπειδὰν ὅμορος πόλεμος συμπλακῇ wanneer een aangrenzende oorlog wordt samengevlochten, d.w.z. wanneer ze verstrikt raken in een oorlog met een aangrenzende staat Dem. 2.21; van woorden verbinden, combineren; met dat. met iets:. σ. τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι werkwoorden met naamwoorden combineren Plat. Sph. 262d. pass. ook verstrengeld raken, bij het worstelen; van seksueel contact; van schepen; Hdt. 8.84.1; met dat. met iets of iem.; overdr. verstrikt raken in, met dat.: σ. λοιδορίαις verstrikt raken in scheldpartijen Plat. Lg. 935. slaags raken, met dat. met iets of iem.; abs.. συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι in een direct gevecht de strijd proberen te beslissen Dem. 9.51.
Russian (Dvoretsky)
συμπλέκω:
1 сплетать (στέφανον Plut.; τὼ χεῖρε Thuc.): σ. τινὶ τὰς χεῖρας Polyb. сплетать с кем-л. руки, т. е. заключать с кем-л. дружбу;
2 связывать (σῶμα λύγοισι Eur.);
3 сочетать, соединять (τὰς φύσεις ἀλλήλαις Plat.): σ. τὰς Ἑλληνικὰς καὶ τὰς Ἰταλικὰς πράξεις Polyb. излагать во взаимной связи события из греческой и италийской истории; σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὶ ἀριθμόν Arst. объединять движение и число в одном понятии;
4 слагать, составлять (τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Plat.): αἱ κατηγορίαι ἁπλαὶ καὶ συμπεπλεγμέναι Arst. категории простые и сложные (составные);
5 запутывать: ἴχνη συμπεπλεγμένα Xen. запутанные следы; σ. τοῖς ὀνόμασι τοὺς νόμους Dem. путанно излагать законы; σ. ἀλλήλαις τὰς πράξεις Polyb. излагать факты вперемешку;
6 преимущ. pass. схватываться, вступать в рукопашный бой (τινί Her., Polyb.): συμπλέκεσθαι διαγωνίζεσθαι Dem. вести рукопашный бой;
7 pass. вступать в связь (τινι Eur., Arst.);
8 завязывать, затевать (πόλεμον Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπλέκω: μέλλ. -ξω, πλέκω ὁμοῦ, ξυνδεῖν καὶ ξ. Πλάτ. Πολιτικ. 309Β, κτλ.· στέφανον Πλουτ. Εὐμ. 6· σὺν δ’ ἀναμὶξ πλέξας ἶριν, συμπλέξας εἰς στέφανον, Ἀνθ. Π. 4. 1, 9· τι ἔκ τινος Δείναρχ. 92. 30· τινί τι Θεόκρ. 18. 34· συμπλέκοντες τὼ χεῖρε εἰς τοὐπίσω Θουκ. 4. 4· ἀλλά, συμπλέκω τινὶ τὰς χεῖρας, συνάπτω χεῖρας, γίνομαι σχετικός, φίλος, Πολύβ. 2. 45, 2, πρβλ. 47. 6· ― οὕτω, σ. σπέρμα καὶ γάμους τέκνων Εὐρ. Ἀποσπ. 328. 5. 2) σ. τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Πλάτ. Σοφιστ. 262D, πρβλ. Θεαίτ. 202Β· ― συνάπτω ἐννοίας λογικῶς εἰς ἕνα μόνον ὅρον, σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὶ ἀριθμὸν Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 5, 3, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 4. 1, 3· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4. 3) καθόλου, σ. τοῖς ὀνόμασι τοὺς νόμους, συμπλέκω τοὺς νόμους διὰ πολυπλόκων λέξεων, Δημ. 1335. 17· οὕτω, σ. τὰς πίστεις Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 5· πρβλ. συμπλοκή· ― σ. πράξεις, συνδέω αὐτὰς ἢ συσχετίζω ἀμοιβαίως, Πολύβ. 5. 105, 4, Διόδ. 16. 42· ― ἀλλά, σ. τὰς πράξεις ἀλλήλαις, περιπλέκω, συγχέω αὐτὰς ἐν τῇ διηγήσει, Πολύβ. 5. 31, 4. ΙΙ. Παθ., πλέκομαι ὁμοῦ, συνάπτομαι, ἔκ τινος Πλάτ. Πολ. 533C, Δείναρχ. 92. 28· πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 80C· λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένοι Εὐριπ. Κύκλ. 225· ὅταν συμπλακῇ [τὰ στελέχη], ὅταν ὁμοῦ συμπλακῶσι, περιπλεχθῶσι. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5. 4· ἴχνη συμπεπλεγμένα, διασταυρούμενα κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ἀντίθετον τῷ ὀρθά, Ξεν. Κυν. 5. 6. 2) ἐπὶ παλαιστῶν, συμπλέκομαι, περιπλέκομαι ἐν τῇ πάλῃ (πρβλ. σύμπλεγμα), συμπλακέντος Γωβρύεω τῷ μάγῳ Ἡρόδ. 3. 78· καθόλου, ἐπὶ μαχομένων πολεμιστῶν, ἔρχομαι εἰς χεῖρας, μάχομαι ἐκ τοῦ συστάδην, συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι, μάχεσθαι Δημ. 124. 10, πρβλ. Πολύβ. 1. 28, 2, Λουκ. Συμπ. 44· σ. τοῖς πολεμίοις Πολύβ. 3. 69, 13· πρὸς τὴν οὐραγίαν ὁ αὐτ. 4. 11, 7· οὕτως ἐπὶ πλοίου συμπλεκομένου μετὰ τοῦ ἐχθρικοῦ, Ἡρόδ. 8. 84, Πολύβ. 1. 23, 6· ― ἀκολούθως μεταφορ., περιπλέκομαι εἴς τι, τῇ Σκυθῶν ἐρημίᾳ συμπλακῆναι Ἀριστοφ. Ἀχ. 704 (οὐχὶ χωρὶς ἀναφορᾶς πρὸς τὸν κατὰ τοῦ Κηφισοδήμου ἀγῶνα)· συμπεπλέγμεθα ξένῳ, περιεπλέχθημεν μετ᾿ αὐτοῦ, Εὐρ. Βάκχ. 800, πρβλ. Αἰσχίν. 48. 33· καὶ ἐπὶ πολέμου, ἐὰν συμπλακῇ πόλεμος Δημ. 24. 10, πρβλ. συνάπτω· οὕτως ἐπὶ φιλονικιῶν καὶ ἐρίδων, λοιδορίαις ξ. Πλάτ. Νόμ. 935C· σ. τινι περὶ τὸ βῆμα Πλουτ. Περ. 11· σ. τοῖς Στωϊκοῖς Λουκιαν. Συμπ. 30· σ. καὶ μεμψιμοιρεῖν Πολύβ. 17. 8, 3. 3) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Θέτιδι συμπλακεὶς Σοφ. Ἀποσπ. 548· συμπλέκεσθαι ἀλλήλοις Πλάτ. Συμπ. 191Α, πρβλ. 192Α· παρ᾿ Ἀριστ. ἐπὶ ζῴων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 1., 5. 8, 4, κ. ἀλλ. 4) στενῶς συνδέομαι, ἡ ψυχὴ συμπέπλεκται πρὸς τὸ σῶμα Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 13· ἐπὶ λέξεων, ἀντίθετον τῷ ἀπλῶς λέγεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 3, 12, πρβλ. 1. 6, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 2, 13· κατηγορία συμπεπλεγμένη, πολύπλοκος, ἐν ἀντίθ. πρὸς τὸ ἁπλῆ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 37, πρβλ. περὶ Ἑρμην. 2, 2, περὶ Ζ. Μορ. 1. 3, 18· ἴδε σύμπλεξις. 5) ἐπὶ κατασκευῆς ἐδεσμάτων, συμμαλάσσω, Χρύσιππ. Τυαν. παρ᾿ Ἀθην. 647Ε (;) ΙΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ. = τῷ παθητ. (ΙΙ. 2), ναυσὶν ἐσχάταις ξ. Εὐρ. Ι. Α. 292.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ πλέκω
1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.)
2. συνδέω, συνενώνω
3. μέσ. συμπλέκομαι
α) συναποτελώ σύμπλεγμα
β) έρχομαι στα χέρια με κάποιον, τσακώνομαι, διαπληκτίζομαι (α. «μετά από τη λογομαχία τους συνεπλάκησαν» β. «οὐχὶ συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι», Δημοσθ.)
γ) μετέχω σε μάχη, συγκρούομαι (α. «τα στρατεύματά μας συνεπλάκησαν με τον εχθρό» β. «συνεπλέκοντο... τοῖς πολεμίοις», Πολ.)
νεοελλ.
τεχνολ. συνδέω
μσν.-αρχ.
μέσ. συνουσιάζομαι
αρχ.
1. συντάσσω λέξεις για τον σχηματισμό πρότασης («συμπλέκων τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι», Πλάτ.)
2. συνδυάζω λογικές έννοιες στον ίδιο όρο
3. συνυφαίνω
4. περιπλέκω, συγχέω κατά τη διήγηση («τοῦ μὴ συμπλέκειν ἀλλήλαις τὰς πράξεις», Πολ.)
5. αναμιγνύω συστατικά ή ουσίες
6. μτφ. ενώνω με δεσμό συγγένειας
7. μέσ. α) μετέχω σε συζήτηση και, ιδίως, σε λογομαχία («περί τῷ βήμα τῷ Περικλεῖ συμπλεκόμενος», Πλούτ.)
β) (για πόλεμο) διεξάγομαι
γ) αστρολ. έρχομαι σε συζυγία
8. φρ. α) «συμπλέκω τινἰ τὰς χεῖρας» — συνάπτω φιλικές σχέσεις με κάποιον (Πολ.)
β) «ἴχνη συμπεπλεγμένα» — ίχνη που δεν οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση (Ξεν.).
Greek Monotonic
συμπλέκω: μέλ. -ξω,
I. συστρέφω, περιελίσσω ή πλέκω μαζί, σε Πλάτ.· τινί, με κάτι, σε Θεόκρ.· συμπλέκοντες τὼ χεῖρε εἰς τοὐπίσω, πλέκοντας, ενώνοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη τους, σε Θουκ.
II. 1. Παθ., συστρέφομαι, περιελίσσομαι, περιπλέκομαι, μπερδεύομαι, σε Ευρ.· ἴχνη συμπεπλεγμένα, μπερδεμένα ίχνη, που διασταυρώνονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, σε Ξεν.
2. λέγεται για παλαιστές, συμπλέκομαι, περιπλέκονται τα μέλη του σώματός μου με αυτά του αντιπάλου, με δοτ., σε Ηρόδ.· γενικά, εμπλέκομαι σε μάχη σώμα με σώμα, σε Δημ.· λέγεται για πλοίο, έρχομαι σε συμπλοκή με το εχθρικό πλοίο, σε Ηρόδ.· έπειτα μεταφ., περιπλέκομαι, μπερδεύομαι σε κάτι, τῇ Σκυθῶν ἐρημίᾳ συμπλακῆναι, σε Αριστοφ.· συμπεπλέγμεθα ξένῳ, έχουμε περιπλεχθεί ή συγκρουσθεί μαζί του, σε Ευρ.· λέγεται για πόλεμο, εμπλέκομαι, σε Δημ.
III. αμτβ. στην Ενεργ. = Παθ., σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to twine or plait together, Plat.; τινί with a thing, Theocr.; συμπλέκοντες τὼ χεῖρε εἰς τοὐπίσω joining their hands behind them, Thuc.
II. Pass. to be twined together, entwined, entangled, Eur.; ἴχνη συμπεπλεγμένα tracks entangled, crossing in different directions, Xen.
2. of persons wrestling, to be locked together with another, c. dat., Hdt.: generally, to be engaged in close fight, Dem.: of a ship, to be entangled with her opponent, Hdt.:—then, metaph. to be entangled in, τῇ Σκυθῶν ἐρημίᾳ συμπλακῆναι Ar.; συμπεπλέγμεθα ξένῳ we are entangled or engaged with him, Eur.; of war, to be engaged in, Dem.
III. intr. in Act., = Pass., Eur.
Léxico de magia
entrelazar las manos λέγε δὲ ἔχων συμπεπλεγμένας τὰς χεῖρας κατὰ κεφαλῆς habla con las manos entrelazadas tras la cabeza P LXXII 14
Translations
mix
Acehnese: lawök; Arabic: خَلَطَ, مَزَجَ; Egyptian Arabic: خلط; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμμείγνυμι, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακεραννύω, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμιγνύω, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διαμίσγω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: mezclar, mixturar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן