σαγηνεία

English (LSJ)

ἡ, hunting and taking with the σαγήνη, Plu.2.730b, Him.Or.2.19.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, die Jagd und der Fang mit dem großen Netze, σαγήνη, Plut.; Suid. erkl. ἁλιεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pêche à la seine.
Étymologie: σαγηνεύω.

Greek Monolingual

ἡ, Α σαγηνεύω
ψάρεμα με το δίχτυ σαγήνη.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηνεία:ловля сетью (ἰχθύος Plut.).