σακιά

Greek Monolingual

η, Ν
η ποσότητα που περιέχεται ή χωρεί σε ένα σακί («μια σακιά όσπρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλιά)].