σακχαρώδης
Greek Monolingual
-ες, Ν
1. ζαχαρώδης
2. φρ. «σακχαρώδης διαβήτης»
ιατρ. χρόνια νόσος της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η ύψωση της στάθμης του σακχάρου στο αίμα, αλλ. διαβήτης ή κν. ζαχαροδιαβήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Α. Γαζή].