Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σαλαμούρα
Greek Monolingual
και σαραμούρα, η, Ν 1.νερό που περιέχει μεγάληποσότητα αλατιού και χρησιμεύει για την διατήρηση ψαριών, καρπών και άλλων εδωδίμων, άλμη 2.μτφ. πολύ αλμυρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ.< βεν. salamora].