σαλατικό

Greek Monolingual

το, Ν
1. κάθε λαχανικό ή οποιοδήποτε άλλο είδος εδωδίμου που χρησιμεύει για την παρασκευή της σαλάτας
2. (κατ' επέκτ.) η σαλάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός επιθ. σαλατικός (< σαλάτα)].