σαλιαρίζω
Greek Monolingual
Ν σαλιάρης
1. μωρολογώ, λέω ανοησίες, φλυαρώ
2. μτφ. φλερτάρω κάποιον με ανόητο τρόπο, ερωτοτροπώ προκλητικά και σαχλά.
Ν σαλιάρης
1. μωρολογώ, λέω ανοησίες, φλυαρώ
2. μτφ. φλερτάρω κάποιον με ανόητο τρόπο, ερωτοτροπώ προκλητικά και σαχλά.