σαμπάνια

Greek Monolingual

η, Ν
ονομαστό γαλλικό λευκό αφρώδες κρασί με αρχική προέλευση την Καμπανία της Γαλλίας, ο καμπανίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. champagne < Champagne, επαρχία της βορειοανατολικής Γαλλίας, όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά (< λατ. campania)].