καμπανίτης

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

ο
αφρώδης οίνος, που παραγόταν αρχικά στη γαλλική Καμπανία, σαμπάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμπανία (μεταφορά στην ελλ. του γαλλ. τοπωνυμίου Champagne) + κατάλ. -ίτης, πρβλ. ανατολίτης, ρητιν-ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].