σαπουνόχωμα

Greek Monolingual

το, Ν
1. αργιλώδες ορυκτό που μοιάζει, ως προς την αφή, με σαπούνι
2. το πυριτικό μαγνήσιο, που χρησιμοποιείται για τη νόθευση τών σαπουνιών.