νόθευση

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

Greek Monolingual

η (ΑΜ νόθευσις) νοθεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοθεύω, νοθεία
νεοελλ.
φρ. «νόθευση εγγράφου» — παραποίηση, πλαστογράφηση εγγράφου με σκοπό την παραπλάνηση κάποιου, αλλ. πλαστογραφία.