νόθευση
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ νόθευσις) νοθεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοθεύω, νοθεία
νεοελλ.
φρ. «νόθευση εγγράφου» — παραποίηση, πλαστογράφηση εγγράφου με σκοπό την παραπλάνηση κάποιου, αλλ. πλαστογραφία.
η (ΑΜ νόθευσις) νοθεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοθεύω, νοθεία
νεοελλ.
φρ. «νόθευση εγγράφου» — παραποίηση, πλαστογράφηση εγγράφου με σκοπό την παραπλάνηση κάποιου, αλλ. πλαστογραφία.