σαρδάνη

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
είδος φυτού, το βατράχιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το τοπωνύμιο Σαρδώ (βλ. λ. σαρδόνιος)].